φεγγοβόλος

φεγγοβόλος
-α, -ο / φεγγοβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο-βόλος].
————————
-η, -ο, Ν
αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φεγγοβόλος — α, ο αυτός που εκπέμπει φέγγος, φωτοβόλος, ακτινοβόλος, φωτερός, λαμπρός: Η λευτεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει (Ι. Πολέμης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • αείφωτος — η, ο και ος, ο (Α ἀείφωτος, ον) αυτός που εκπέμπει διαρκώς φως, ο πάντοτε φεγγοβόλος («ήλιος αείφωτος») …   Dictionary of Greek

  • αειλαμπής — ἀειλαμπής, ές (AM) ο πάντοτε φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάμπω] …   Dictionary of Greek

  • αειφεγγής — ἀειφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος] …   Dictionary of Greek

  • ανταυγής — ἀνταυγής, ές (Α) αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + αυγής < *αύγος, αυγή] …   Dictionary of Greek

  • διαυγής — ές (ΑΝ) 1. (για νερό) διαφανής, καθαρός 2. (για λόγο) σαφής, ευκρινής 3. (για νου) οξυδερκής 4. (για μέταλλα) φεγγοβόλος, ακτινοβόλος 4. (για ψυχή) αγνός, καθαρός …   Dictionary of Greek

  • εγγοβολιά — και φεγγοβολία, η, Ν ακτινοβολία, λάμψη («ρίχνει τ αστέρι τού Καιρού χλομή φεγγοβολιά», Παλαμ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβόλος. Ο τ. φεγγοβολιά μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] …   Dictionary of Greek

  • παμφεγγής — παμφεγγής, ές (Α) παμφαής*, λαμπρότατος, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ευ φεγγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”