φεγγοβόλος — α, ο αυτός που εκπέμπει φέγγος, φωτοβόλος, ακτινοβόλος, φωτερός, λαμπρός: Η λευτεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει (Ι. Πολέμης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
αείφωτος — η, ο και ος, ο (Α ἀείφωτος, ον) αυτός που εκπέμπει διαρκώς φως, ο πάντοτε φεγγοβόλος («ήλιος αείφωτος») … Dictionary of Greek
αειλαμπής — ἀειλαμπής, ές (AM) ο πάντοτε φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάμπω] … Dictionary of Greek
αειφεγγής — ἀειφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος] … Dictionary of Greek
ανταυγής — ἀνταυγής, ές (Α) αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + αυγής < *αύγος, αυγή] … Dictionary of Greek
διαυγής — ές (ΑΝ) 1. (για νερό) διαφανής, καθαρός 2. (για λόγο) σαφής, ευκρινής 3. (για νου) οξυδερκής 4. (για μέταλλα) φεγγοβόλος, ακτινοβόλος 4. (για ψυχή) αγνός, καθαρός … Dictionary of Greek
εγγοβολιά — και φεγγοβολία, η, Ν ακτινοβολία, λάμψη («ρίχνει τ αστέρι τού Καιρού χλομή φεγγοβολιά», Παλαμ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβόλος. Ο τ. φεγγοβολιά μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] … Dictionary of Greek
παμφεγγής — παμφεγγής, ές (Α) παμφαής*, λαμπρότατος, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ευ φεγγής] … Dictionary of Greek